Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Η τρελο-Κατίνα..

Συνήθως ο άντρας της δούλευε μέχρι αργά τα βράδυα. Έτσι δεν είχε συχνά όρεξη για συμπτύξεις αλλά καμιά φορά σαν τελείωνε την καλούσε στα ενδότερα,της έκανε ότι κόλπα ήξερε και μετά έπεφτε βαρύς σε βαθύ ύπνο. Τα καλοκαίρια αυτή ζεσταινότανε πολύ και σηκωνόταν αμέσως μόλις τελείωνε το κουτούπωμα και χωνόταν κάτω απο το δροσερό νερό της ντουζιέρας. Και μετά άμα είχε πανσέληνο έβγαινε έξω στο μπαλκόνι, στο κέντρο της κοινής αυλής που ήταν περιτριγυρισμένη απο ψηλές πολυκατοικίες και ζωηρά μπαλκόνια. Έβγαινε γυμνή και σε κοινή θέα με όποιον τύχαινε να είναι ξύπνιος εκείνη την ώρα χωρίς να την κόφτει. Ακούμπαγε τα σχετικά της στο μικρό στρογγυλό τραπεζάκι και όπως ήταν υγρή απο το ντουσάρισμα αρχίναγε να αλοίφει αργά αργά το σώμα της με τις μυρωδικές της κρέμες και κηραλοιφές μία γέρνωντας προς αυτό και μία κοιτώντας το φεγγάρι σαν υπνωτισμένη.. Καμιά φορά σιγοτραγούδαγε απαλά σαν νανούρισμα το "Φεγγαράκι μου λαμπρό".. Τα λυτά μακρυά της μαλλιά αγκάλιαζαν το σώμα της σαν ξέφρενος συρφετός από στιλπνό μαύρο και το λιγοστό φως του φεγγαριού φώτιζε τα λιγοστά ζουμερά της μέρη.. Μέσα από το τζάμι την παρακολουθούσε ανελλιπώς ο άλλος της εαυτός.. Ήταν ώρα ησυχίας, ώρα περισυλλογής.. Το μωρό κοιμόταν ειρηνικά στο μικρό του δωμάτιο του και ο  γιός κούρνιαζε γλυκά και πονεμένα μέσα στο μυαλό της. Αυτόν έβλεπε και ολούθε όλη μέρα παντού μέσα και έξω απο το σπίτι, να παίζει, να γελάει, να της κάνει σκανταλιές..  Η τρελο-Κατίνα που δεν φοβόταν κανέναν και έβριζε τους γείτονες σε κάθε ευκαιρία. Πού ξανακούστηκε γυμνή γυναίκα να γίνεται θέαμα του καθενός.. Αλλά δεν είχε τίποτα να χάσει... Τον είχε ήδη χάσει.. το μεγάλο γιο που ήταν μικρός ακόμη και από το φόβο της μην πάρει τον στραβό το δρόμο έχασε και αυτή τα λογικά της.. Έτσι έγινε η Τρελο-Κατίνα του χωριού.. για να μην χαθεί εντελώς και αυτή..