Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Και μία παραβολή..


Κάποτε ήταν ένας νέος άνθρωπος που ζούσε με τους γονείς και τα αδέλφια του σε ένα απομακρυσμένο τόπο. Έτυχε όταν έφτασε στην ηλικία των 12 όπως πήγε για ύπνο το βράδυ έπεσε σε βαθύ λήθαργο για 20 χρόνια. Οι γονείς του που τον φρόντιζαν πέθαναν και τα αδέλφια παντρεύτηκαν και έφυγαν μακρυά. Ο νέος κοιμόταν ειρηνικά και συνεχόμενα, μυστήριο θα μου πείτε αλλά ..συμβαίνει!.. Κατά τη διάρκεια του ύπνου του έβλεπε όνειρο ότι ζούσε κανονικά, ότι μάθαινε τα μυστικά του να ζείς , φύτευε τα χωράφια του πατέρα του κάτω από τις οδηγίες του, θέριζε, τάϊζε τα ζώα, έφτιαχνε τα αντικείμενα που χρειαζόταν για τις καθημερινές του ανάγκες, χτυπούσε, σηκωνότανε, παραπονιότανε όπως κάθε άνθρωπος.., όλα όμως αυτά σε απόλυτο σκοτάδι.. έτσι τα έβλεπε! Μήν με ρωτάτε γιατί αλλά έτσι τα έβλεπε, ίσως γιατί το σπίτι στο οποίο έμενε και κοιμόταν ήταν σκοτεινό και χωρίς παράθυρα, φτιαγμένο ειδικά για να συγκρατεί το κρύο το χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι. Έτσι τα φτιάχναν τότε γιατί φοβούνταν πολύ απ΄ το κρύο μην αρρωστήσουν(..φόβος!..).. Από την πολυκαιρία όμως και επειδή δεν υπήρχε κανείς εκτός από τον κοιμωμένο νέο το σπίτι άρχισε να χαλάει, το χωμάτινο υπόστρωμα της στέγης έφευγε με τη βροχή (μετά τα πρώτα πρωτοβρόχια τα χωμάτινα δώματα τα περνούσαν με ένα βαρύ κορμό και τα πατίκωναν για να κάνουν το χώμα συμπαγές και να μην υποχωρεί από την πολλή βροχόπτωση)
Μία μέρα λοιπόν μετά που είχε βρέξει αρκετά δυνατά σε ένα σημείο του σπιτιού ένα μικρό κομμάτι κλαδιών και χώματος είχε υποχωρήσει αρκετά ώστε να φορέσει να περάσει μια δυνατή ηλιακτίδα του χειμωνιάτικου ήλιου που ξεπρόβαλε αμέσως μετά τη δυνατή βροχή παρέα με το ουράνιο τόξο..  Κάποια στιγμή μια ηλιακτίδα βρέθηκε να τρεμοπαίζει στο πρόσωπο του κοιμώμενου νέου. Μόλις αυτή έφτασε στα μάτια του ο νέος ξύπνησε ευθύς και στάθηκε και κοίταζε τον ήλιο μέσα από τη χαραμάδα.. Έμεινε εκεί αρκετή ώρα σαν να προσπαθούσε να συνέλθει και να εννοήσει το τί συνέβαινε. Προφανώς αυτή η ηλιακτίδα του είχε διακόψει ένα από τα πολλά όνειρα τα οποία εκλάμβανε ως πραγματικότητα ...και τώρα έπρεπε να ξεδιαλύνει το μυστήριο..! 

Ο ήλιος προχώρησε την πορεία του και έπαψε σταδιακά να  έχει πρόσβαση από τη χαραματιά.. Ο νέος παρακινημένος από ένα πρωτόγονο συναίσθημα έψαξε την πόρτα του πλίνθινου σπιτιού και βγήκε έξω! Εκεί αντίκρυσε τον ήλιο στο μεγαλείο του καταμεσήμερα, τον κοίταξε κατάμματα και άρχισε να του μιλάει! :
"ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ! ΩΩΩ! Μα εγώ δεν ήξερα ότι υπάρχεις και εσύ ήρθες να μου δείξεις ότι κοιμόμουν τόσο καιρό!! Η ευγνωμοσύνη μου προς εσένα είναι τόσο μεγάλη που δεν ξέρω πως να την εκφράσω!!! ΩΩΩ! Μα αλήθεια!! Τι καλό σου έκανα για να με αγαπάς τόσο πολύ ώστε να έρθεις να ρίξεις το φώς σου μέσα από την ταπεινή μου κατοικία και να με ξυπνήσεις από αυτό το νοσηρό ύπνο!!!!"


Ο ήλιος δεν απάντησε αλλά συνέχισε να λάμπει αγέρωχος, ζεστός και να σκορπίζει μέσα από την πρόσφατα αναδυόμενη υγρασία ένα απαλό κύμα ζεστασιάς ποτισμένο με αρώματα από το νωπό χώμα, τη λασμαρί που ήταν εκεί δίπλα φυτεμένη από τη μακαρίτισσα μάνα του... Άρχισε τότε ο νέος να βλέπει γύρω του και να προγραμματίζει τις επόμενες εργασίες του. Επιδιόρθωσε το σπίτι, φύτεψε το σιτάρι που βρήκε στην αποθήκη του πατρικού του, κλάδεψε τα δέντρα και άρχισε να παρατηρεί την πορεία της φύσης κάτω από το λάμπερό ήλιο.. Το φυτεμένο σιτάρι άρχισε να λάμπει καταπράσινο κάτω από τις ακτίνες του δυνατού ήλιου και να μεγαλώνει, να μεγαλώνει... να ανθίζει και τέλος να κιτρινίζει και να αναδύει μια θερμή γλυκιά ευωδία που θύμιζει την ίδια τη ζεστασιά του ήλιου και το ψωμί του τη γεύση της ίδιας της ζωής.. Οι μηλιές άνθισαν και αυτές και από το απαλό αεράκι άρχισαν ένας ένας οι ανθοί να πέφτουν και να δίνουν τη θέση τους σε αρχικά μικρούς πράσινους σφαιρικούς σβώλους και να μεγαλώνουν και με τη βοήθεια του θερμού ήλιου να γίνονται όμορφα μεγάλα κόκκινα κατακόκκινα μήλα. Και πάλι το αεράκι φύσηξε και έκανε τα χαλασμένα μήλα να πέσουν κάτω για να γίνουν τροφή για τα άγρια ζώα και τα πάσης λογής ζωντανά.. Έβλεπε ο νέος και θαύμαζε το μεγαλείο της φύσης κάτω από το λαμπερό ήλιο. Κάθε που νύχτωνε έμπαινε στο φτωχικό του με γεμάτο το καλάθι από τα αγαθά της πλούσιας γής και δόξαζε τον Ύψιστο για την Παντοδυναμία και την ομορφιά της Πλάσης στην οποία τον έφερε να ζεί.. κοιμόταν ειρηνικά με τη δύση του ήλιου και ξυπνούσε με τις πρώτες ακτίνες του από το παράθυρο που άνοιξε προνοητικά κατά την επιδιόρθωση του πατρικού του.. 

Μία μέρα δεν άντεξε και κατά το μεσημέρι κοίταξε τον ήλιο κατάματα και τον ρώτησε:
" Αγαπητέ μου Ήλιε πές μου σε παρακαλώ! Απορώ! Γιατί με Αγαπάς τόσο ώστε να φωτίζεις την Κάθε μου μέρα και όχι μόνο!..,  να μου παρέχεις τόοσα πολλά καλά απαραίτητα για τις γήινες ανάγκες μου; τί καλό σου έχω κάνει εγώ για να με φροντίζεις τόσο, ειδικά εμένα που γνώριζα μόνο το σκοτάδι και το πως να παραπονιούμαι για τα πάντα.. Και σύ μου έδειξες το φώς και έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής στον οποίο δεν μπορώ πια να παραπονιέμαι ούτε να λυπάμαι γιατί όλα είναι τόσο όμορφα..!!!!!" 

Και ο ήλιος απάντησε: " Είμαι η ίδια η Αγάπη με την οποία ο Θεός έπλασε αυτό τον κόσμο και ότι υπάρχει σε αυτόν είναι μέρος της Αγάπης του Θεού που δεν μετριέται ούτε υπολογίζεται σε πράξεις. Αυτός είναι η Ζωή.. Η ίδια η ΑΓΑΠΗ!! Είναι Αμέτρητη η Αγάπη του Θεού και αυτήν πρέπει οι άνθρωποι ως μέρος της δημιουργίας του να μεταλαμπαδεύουν αγαπώντας και σε όλα τα υπόλοιπα πλάσματα και στοιχεία της φύσης... Μέσα σε αυτήν γεννιόμαστε όλοι και πρέπει να μεταδίδουμε το φώς της για να συνεχίσει να κάνει τον κύκλο.."

Αυτά είπε ο Ήλιος και κρύφτηκε πίσω από ένα μικρό συνεφάκι, ο νέος όμως δεν πτοήθηκε γιατί ήξερε ότι θα φανεί και πάλι μετά από λίγο όταν θα τον είχε πραγματικά Ανάγκη..

Δ.Ζ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου